- μεσόνυξ
- μεσόνυξ, -υχος, ὁ (Α)ένας από τους επτά πλανήτες τών Πυθαγορείων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + νύξ, νυκτός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek